Σχεδόν κάθε φορά που οι δημοσιογράφοι “έχουν θέμα”, το έχουν γιατί οι πηγές τους έχουν αποφασίσει να ανοίξουν το στόμα τους. Για τους δικούς τους λόγους.
Όταν λέμε “πηγές” εννοούμε ανθρώπους με εξουσία. Εξουσία οικονομική, επιχειρηματική, αλλά και βέβαια, αυτή της πληροφορίας. Οι άνθρωποι αυτοί, αν και είναι πολλά αυτά που τούς ενώνουν, συχνά διαφωνούν για τις τακτικές και τις μεθόδους με τις οποίες επιδιώκουν τον πλουτισμό τους. Πολλές φορές, οι διαφωνίες αυτές οδηγούνται σε αδιέξοδο. Τότε, μέσω διαρροών στα μέσα ενημέρωσης, καλούν τους πολίτες να ‘γνωμοδοτήσουν’ για το ποιος έχει δίκιο.
Αυτός που θα προλάβει να θέσει πρώτος το θέμα, συνήθως με τη βοήθεια ενός γνωστού δημοσιογράφου, χαράσσει και το ‘πλαίσιο ανταλλαγής των απόψεων’, κερδίζει τις εντυπώσεις (δεδομένου οτιδήποτε ακολουθεί εκφράζεται απλώς ως διαφωνία ή απάντηση), και έχει και τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει και τη μάχη.
Οι άνθρωποι της ενημέρωσης πρωτοστατούν σε αυτή τη διαδικασία. Πυροβολούν με ερωτήσεις, ευθύβολα, αλλά και στα τυφλά, ανάλογα με τη περίσταση. Αυτό είναι, άλλωστε, το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Ανθρωποι, εκ φύσεως περίεργοι, που κάνουν διαρκώς ερωτήσεις στους πάντες, για τα πάντα. Όσοι διαθέτουν την άνεση και την κάλυψη, ασκούν και κριτική προς πάσα κατεύθυνση, ανάλογα με τις διαθέσεις και τις εντολές τους. Κατά τη διαδικασία αυτή, εκτός από τις οθόνες των λάπτοπ, που γεμίζουν με λέξεις, ενισχύονται και οι τσέπες, με ευρώ.
Φυσικά αυτά δεν αποτελούν αποκλειστικά ελληνικά φαινόμενα. Απαντώνται αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο. Και οι ερμηνείες είναι διαφορετικές. Βέβαια, ορισμένες χώρες είναι πιο επιρρεπείς από άλλες.
Η Θ., η ίδια φίλη που είναι έξαλλη με τον χειρισμό του μεταναστευτικού από πολιτικούς ιθύνοντες της χώρας, θέλησε να συνεισφέρει ξανά στις δημόσιες νοητικές μου ασκήσεις, στέλνοντάς μου ένα απόσπασμα από πρόσφατο άρθρο του Τσάρλς Σίμικ στο NY Review of Books (ναι, υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που διαβάζουν τις στήλες κριτικής βιβλίου στους New York Times – οι περισσότεροι, βέβαια, γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί απέχουν με τον ίδιο τρόπο από την σκουπιδο-επικοινωνία και πολιτική των καιρών).
Γράφει, λοιπόν, ο Σίμικ, ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σε χώρες που δεν είναι ευτυχισμένες. Η απουσία αξιόπιστων θεσμών και η μη τήρηση των νόμων καταδικάζει αυτές τις κοινωνίες να ζουν ξανά και ξανά τις ίδιες εντάσεις και συγκρούσεις, να κάνουν διαρκώς τα ίδια λάθη και να υποφέρουν τις αρνητικές συνέπειες από αυτήν τη συμπεριφορά.
O Πουλαντζάς έλεγε ότι δεν υπάρχει κυρίαρχη τάξη, άλλα κυρίαρχες ομάδες που καθοδηγούν τα όρια της σκέψης σε μία κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Ελλάδα είμαστε καταδικασμένοι να κάνουμε διαρκώς τα ίδια λάθη. Όμως, φταίμε εμείς οι πολίτες, ή οι λιγοστές οικογένειες με τα γνωστά επίθετα που μάς κυβερνούν όλα αυτά τα χρόνια;